- ανακάθιση
- η1. ανόρθωση μόνο τού κορμού, ενώ τα πόδια μένουν απλωμένα, ανασήκωμα2. γυμναστική άσκηση, κατά την οποία κάθεται κανείς κάτω με λυγισμένα τα σκέλη του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακαθίζωνεώτ. λόγιο σύνθετο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανακάθισμα — το [ανακαθίζω] η ανακάθιση … Dictionary of Greek
ανακαθίζω — (Α ἀνακαθίζω) Ι. (μτβ.) 1. ανασηκώνω κάποιον που είναι ξαπλωμένος, ώστε να καθήσει με τον κορμό όρθιο και τα πόδια απλωμένα 2. (για πρόσωπα και ζώα) ανατρέφω, εκτρέφω 3. ανασηκώνω τον σάκο που γεμίζω και τόν χτυπώ στο έδαφος, για να κατακαθίσει… … Dictionary of Greek